φοξός

φοξός
-ή, -όν, ΜΑ
μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα -σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)* «ακόνη» δεν θεωρείται πιθανή. Προβλήματα έχει γεννήσει, εξάλλου, και η σημ. τού επιθ. λόγω τού ότι, εκτός από την κύρια σημ. «μυτερός, σουβλερός», το επίθ. αναφέρεται σε σχόλιο τού στίχου Β 219 της Ιλιάδας με το ερμήνευμα φοξὰ κυρίως εἰσὶ τὰ πυρορραγῆ ὄστρακα, φλοξά τινα ὄντα. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι ο τ. φοξός στο χωρίο αυτό πρέπει να διορθωθεί σε *φωξός (< φώγω «ψήνω, ξεροψήνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοξός — pointed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξά — φοξός pointed neut nom/voc/acc pl φοξά̱ , φοξός pointed fem nom/voc/acc dual φοξά̱ , φοξός pointed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξῶν — φοξός pointed fem gen pl φοξός pointed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξόν — φοξός pointed masc acc sg φοξός pointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξαί — φοξός pointed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξοῖς — φοξός pointed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξοί — φοξός pointed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξοῦ — φοξός pointed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξούς — φοξός pointed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοξῆς — φοξός pointed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”